μοναχοπαίδι

μοναχοπαίδι
μοναχόπαιδο τό единственный ребёнок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μοναχοπαίδι" в других словарях:

  • μοναχοπαίδι — και μοναχόπαιδο, το το μοναδικό αγόρι ή το μοναδικό κορίτσι μιας οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + παιδί] …   Dictionary of Greek

  • μοναχοπαίδι — το ιού, το μοναδικό παιδί που έχει μια οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… …   Dictionary of Greek

  • μονογενής — ές (ΑΜ μονογενής, Α ιων. τ. μουνογενής, ές, Μ θηλ. και μονογενή) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που δεν έχει αδέλφια, μοναχοπαίδι (α. «μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ. β. «ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῡ μονογενοῡς… …   Dictionary of Greek

  • μονόγονος — και επικ. τ. μουνόγονος, η, ον (Α) 1. μονογενής, μοναχοπαίδι 2. προσωνυμία τής Περσεφόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γόνος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπαις — μονόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. μοναχοπαίδι 2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + παῖς (πρβλ. πολύ παις)] …   Dictionary of Greek

  • βλαστάρι — το 1. μικρός βλαστός φυτού: Την άνοιξη όλα τα δέντρα πετούν καινούρια βλαστάρια. 2. μτφ., το μοναχοπαίδι σε μικρή ηλικία: Αποκτήσαμε μόνο ένα βλαστάρι που το μεγαλώνουμε με περίσσια φροντίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας, αυτός που δεν έχει άλλα αδέρφια, το μοναχοπαίδι: Φρόντιζε τους γέρους γονείς του γιατί ήταν ο μονογενής τους. 2. (βοτ.), άνθος που έχει μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγιός — ο ιού, πληθ. ιοί, μαθητευόμενος νέος, βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης, υπάλληλος σε αγρόκτημα, θετός γιος, αλλ. ψυχοπαίδι: Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα μοναχογιός κι έχω γίνει ψυχοπαίδι κι έχω γίνει παραγιός (λαϊκό τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπαίδι — το ιού, θετό παιδί, μικρός υπηρέτης: Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα μοναχογιός κι έχω γίνει παραπαίδι κι έχω γίνει παραγιός (λαϊκό τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»